ἐκκολάπτεται

ἐκκολάπτεται
ἐκκολάπτω
erase
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

  • κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… …   Dictionary of Greek

  • κόνδορας — Αρπακτικό, ημερόβιο πουλί της οικογένειας των γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Vultur gryphus.Συγγενικό με τους γύπες της Ευρώπης και της Αφρικής, ο κ. είναι το μεγαλύτερο πτηνό με μήκος που ξεπερνά το 1 μ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • μονομηνιάτικος — η, ο (συν. για νεοσσούς πτηνών) αυτός που γίνεται, που εκκολάπτεται μέσα στον ίδιο μήνα ή σε έναν μήνα («μονομηνιάτικα πουλιά»). επίρρ... μονομηνιάτικα κατά τον ίδιο μήνα ή σε ένα μήνα, μέσα στον ίδιο μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * μηνιάτικος (< …   Dictionary of Greek

  • ωοζωίδιο — το, Ν ζωολ. (στα χιτωνόζωα) άτομο που εκκολάπτεται από το αβγό και δίνει με εκβλάστηση μορφές που αναπαράγονται εγγενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. oozoid < ωό(ν) + ζωίδιο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποία — Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των θαυματοποιιδών. Οι κάμπιες τους, όταν αναζητούν την τροφή τους, συνηθίζουν να μετακινούνται σχηματίζοντας μακρές γραμμές. Αυτή η οικογένεια είναι διαδεδομένη σε ολόκληρο τον κόσμο και ειδικότερα στις …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”